ασημοκαπνίζω

ασημοκαπνίζω
μετ. серебрить

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ασημοκαπνίζω" в других словарях:

  • ασημοκαπνίζω — επαργυρώνω, καλύπτω (σκεύος, κόσμημα ή όπλο) με λεπτή επίστρωση αργύρου …   Dictionary of Greek

  • ασήμι — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 290 μ., 1.215 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κόφινα. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ., 14 κάτ.) στην πρώην επαρχία… …   Dictionary of Greek

  • ασημώνω — [ασήμι] 1. κάνω επένδυση με ασημένια ελάσματα («ασημώνω την εικόνα», «ασημώνω το θηκάρι») 2. επαργυρώνω, ασημοκαπνίζω («ασημώνω το καντήλι ή το ρολόι») 3. δίνω ασημένιο χρώμα, κάνω κάτι να φαίνεται σαν από ασήμι («το φως του φεγγαριού ασήμωνε τη… …   Dictionary of Greek

  • επαργυρώνω — (Α ἐπαργυρῶ, όω) καλύπτω με στρώμα αργύρου, ασημώνω, ασημοκαπνίζω αρχ. (μτφ. για δείπνο) κοστίζω πολλά χρήματα …   Dictionary of Greek

  • επαργυρώνω — επαργύρωσα, επαργυρώθηκα, επαργυρωμένος, μτβ., καλύπτω με ασήμι μεταλλικό αντικείμενο ή σκεύος, ασημώνω, ασημοκαπνίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»